- ύψιστος
- -η, -ο / ὕψιστος, -ίστη, -ον, ΝΜΑ1. πάρα πολύ ψηλός, υψηλότατος2. (για τόπο) αυτός που βρίσκεται σε πολύ μεγάλο ύψος («πρὶν ἂν πρὸς αὐτὸν Καύκασον μόλης, ὀρων ὕψιστον», Αισχύλ.)3. ανώτερος όλων, υπέρτατος4. πάρα πολύ σημαντικός, μέγιστος (α. «ύψιστα συμφέροντα» β. «εὐαγορηθεὶς κέρδος ὕψιστον δέχεται», Πίνδ.)5. το αρσ. ως ουσ. ο Ύψιστος·ο Θεός, που βρίσκεται στα ύψη, στον ουρανό6. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τα ύψισταα) ο ουρανός ως κατοικία τού Θεούβ) (γενικά) τα ουράνια, οι αιθέρεςνεοελλ.μτφ. τεράστιος, κολοσσιαίοςαρχ.1. (με κακή σημ.) έσχατος («ὕψιστος γὰρ ἐν βροτοῑς φόβος», Αισχύλ.)2. το αρσ. ως ουσ. προσωνυμία τού Διός στην Θήβα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψί «ψηλά», υπερθ. βαθμός, σχηματισμένος πιθ. κατά τα κύδιστος, μέγιστος].
Dictionary of Greek. 2013.